- μετρικούς
- μετρικόςmetricalmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
τετράμετρος — η, ο / τετράμετρος, ον ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν) ρυθμικό γένος τής αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» το… … Dictionary of Greek
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
Αιθιοπεύς — Αἰθιοπεύς ( ῆος), ο (Α) ο Αιθίοπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος Αἰθιοπεὺς πλάστηκε απο τον Καλλίμαχο με βάση τον ομηρικό ανώμαλο πληθ. Αἰθιοπῆες, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για λόγους μετρικούς στο τέλος στιχου τής Ιλιάδας (Α 423)] … Dictionary of Greek
Ιλιάδαι — Ἰλιάδαι, oἱ (Α) οι απόγονοι τού Ίλου, οι Τρώες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἴλος + πατρωνυμική κατάλ. ιάδης (πληθ. ιάδαι) που χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για μετρικούς λόγους (πρβλ. Λαερτ ιάδης, Τελαμων ιάδης)] … Dictionary of Greek
Κυθέρεια — Γένος μαλακοστράκων της οικογένειας των κυθερειιδών. Ανακαλύφθηκαν από τον Λαμάρκ το 1805 και περιλαμβάνουν μαλάκια με χοντρή κόγχη, λεία υαλοασβεστολιθική σύσταση και ωοειδές σχήμα. Απολιθωμένα λείψανά τους έχουν βρεθεί σε στρώματα διαφόρων… … Dictionary of Greek
Σιθωνίς — και για μετρικούς λόγους Σιθονίς, ίδος, ἡ, ΜΑ [Σιθών] γυναίκα από τη Θράκη ή γυναίκα κάτοικος τής Θράκης … Dictionary of Greek
Σκάλδος — Όνομα (που προέρχεται ίσως από το αρχαίο ισλανδικό scel = αφήγηση ή, πιθανότερα, από το skalda = ραβδί, πάνω στο οποίο χαράζονταν με ρουνικά γράμματα κατάρες και εξορκισμοί εναντίον των εχθρών) το οποίο χαρακτήριζε τους ποιητές πολεμιστές (μη… … Dictionary of Greek
Ταλαϊονίδης — ὁ, Α ο γιος τού Ταλαού. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. πατρωνυμικού σχηματισμένος ανώμαλα (αντί τού αναμενόμενου *Ταλαΐδης) από το όν. Ταλαός για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek